- ευδεινός
- εὐδεινὸς και εὐδινός, -ή, -όν (Α)βλ. ευδιεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευδιεινός* με συγκοπή τού ι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐδεινός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδεινοί — εὐδεινός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδεινῆς — εὐδεινός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδεινήν — εὐδεινός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδεινότερος — εὐδεινός masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδιεινός — εὐδιεινός, ή, όν (ΑΜ, Α και εὐδ(ε)ινός, ή, όν) 1. εύδιος* («εὐδιεινὴν γαλήνην παρασχών», Πλάτ.) 2. (για τόπο) αυτός που προφυλάσσεται από τις καιρικές μεταβολές («ἐν εὐδιεινοῑς» σε απάνεμα μέρη, Ξεν.). επίρρ... εὐδιεινῶς (Α) με πραότητα, ήσυχα.… … Dictionary of Greek